Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

3. Ο Παράδεισος



Ήταν ήδη μεσημέρι και η Αγγελική μαζί με τη μαμά της απολάμβαναν το μεσημεριανό φαγητό τους, κάτω από ένα πανύψηλο δέντρο, δίπλα στο ποτάμι.
-Τι όμορφα που είναι εδώ, μαμά!
-Ο καλός Θεός μας, Αγγελική μου, τα έκανε όλα πολύ όμορφα, για να είμαστε εμείς οι άνθρωποι ευτυχισμένοι και να μη ξεχνάμε ποτέ πόσο μας αγαπά! Γι’ αυτό και συ, κάθε φορά που θα θαυμάζεις την υπέροχη δημιουργία Του, να Του λες «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου». Χαίρεται πολύ ο καλός Θεός μας, όταν Τον ευχαριστούμε για τα δώρα που μας χαρίζει και μας ευλογεί ακόμα πιο πολύ.
-Μου φαίνεται, μαμά, πως θα λέω συνέχεια «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου», γιατί μου αρέσουν όλα τόσο πολύ!
-Είναι πολύ ευγενικό, Αγγελική μου, να λες στον καλό Θεό μας την υπέροχη αυτή λέξη, «Σ’ ευχαριστώ». Η λέξη αυτή δείχνει πολύ σεβασμό και ευγνωμοσύνη στο δημιουργό Θεό μας, που μας αγαπά πάρα πολύ και μας ευεργετεί κάθε μέρα με τα πλούσια δώρα Του!
-Ο Αδάμ είπε «ευχαριστώ» στο Θεό, για όσα του χάρισε;
-Ναι, κόρη μου! Όταν ο Αδάμ άνοιξε τα μάτια του και είδε όλη αυτή την υπέροχη δημιουργία του καλού Θεού μας, πλημμύρισε η ψυχή του από μεγάλη χαρά και θαυμασμό! Δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει! Ήταν όλα τόσο ωραία! Εκείνο, όμως, που έκανε την καρδιά του να χαρεί πιο πολύ, ξέρεις τι ήταν;
-Τί, μαμά;
-Όταν είδε τον καλό Θεό μας! Αυτόν πρωτοείδε, όταν άνοιξε τα  μάτια του, μόλις τον δημιούργησε ο Θεός.
-Εγώ, μαμά, καταλαβαίνω πόσο ήταν χαρούμενος, γιατί το ίδιο νιώθω κάθε φορά που είμαι κοντά σου και με κρύβεις στην αγκαλιά σου!
Στα έξυπνα αυτά λόγια της μικρής της κόρης, δεν μπόρεσε να κρύψει η Σοφία τη χαρά και τον ενθουσιασμό της. Την πήρε στη ζεστή, μητρική αγκαλιά της και τη γέμισε με πολλά φιλιά. Η μικρή Αγγελική, όμως, δεν σταμάτησε να τη ρωτά και να θέλει να μάθει όλο και πιο πολλά.
-Μαμά, ο καλός Θεός μας, χαμογέλασε στον Αδάμ;
-Ναι, του χαμογέλασε γλυκά, όπως μια γλυκιά μανούλα στο μωρό της, και γέμισε την καρδιά του με πολλή χαρά, γαλήνη και ευτυχία.
-Φαντάζομαι, πόσο ευτυχισμένος θα ήταν ο Αδάμ!
-Ήταν, Αγγελική μου, ο Αδάμ το πιο ευτυχισμένο πλάσμα σε όλο τον κόσμο, γιατί ήταν το μοναδικό δημιούργημα στο οποίο ο Θεός φύσηξε μέσα του τη θεϊκή Πνοή Του και του χάρισε τα πιο υπέροχα δώρα του «αγίου Πνεύματος»!
-Ποιά είναι αυτά τα δώρα, μαμά;
-Του έδωσε «νου», για να σκέπτεται και «ομιλία», για να επικοινωνεί με το Δημιουργό του. Του έδωσε επίσης «πνεύμα», για να νιώθει, να αγαπά και να λατρεύει με όλη τη δύναμη της καρδιάς του τον καλό Θεό μας. Μαζί με τα δώρα αυτά έδωσε επίσης στον άνθρωπο και την απόλυτη ελευθερία, για να αποφασίζει μόνος του για το καθετί. Έτσι έκανε τον άνθρωπο να μοιάζει πολύ με τον Δημιουργό του και να είναι ο άνθρωπος μια εικόνα του Θεού! Με τον τρόπο αυτό ήθελε ο Θεός να πει σε όλους εμάς τους ανθρώπους, ότι είμαστε τα «δικά Του παιδιά» και πως Αυτός είναι για μας ο πραγματικός «Πατέρας» και «Μάνα» της ψυχής μας. Αυτός θα φρόντιζε για την τροφή μας και την κατοικία μας!  
-Πού έμενε, μαμά, ο Αδάμ; Είχε ωραίο σπίτι σαν το δικό μας;  
-Όταν ο Θεός έκανε τον Αδάμ, τον έβαλε να κατοικήσει σ’ ένα πολύ όμορφο μέρος, τον Παράδεισο. Ο Παράδεισος ήταν ένας πανέμορφος κήπος γεμάτος πολύχρωμα λουλούδια και όλων των ειδών τα δέντρα, που στα κλαδιά τους κελαηδούσαν αναρίθμητα πουλάκια. Πολλά ποταμάκια διέσχιζαν τον απέραντο αυτό κήπο και τον πότιζαν με τα δροσερά νερά τους. Μικρά και μεγάλα ζώα έβοσκαν ήσυχα παντού και έπαιζαν με τον Αδάμ σαν φίλοι.
-Πόσο θα ήθελα να ήμουν μαζί με τον Αδάμ στον Παράδεισο, για να παίζουμε μαζί με τα ζωάκια!
-Ο Αδάμ ήταν χαρούμενος μέσα στον Παράδεισο και ευχαριστούσε τον Θεό γι’ αυτό. Είχε, όμως, κάτι που τον στεναχωρούσε πάρα πολύ.
-Τι τον στεναχωρούσε;
-Δεν είχε ένα σύντροφο, έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν, για να μιλά μαζί του. Ακόμα δεν είχε δημιουργήσει ο Θεός τη γυναίκα του.
-Και πώς έφτιαξε ο καλός Θεός τη γυναίκα του;  
-Αφού τον έβαλε πρώτα να κοιμηθεί, πήρε ένα κομμάτι από τη μια του πλευρά και έφτιαξε τη σύντροφο του. Έτσι, όταν ο Αδάμ ξύπνησε και είδε μπροστά του τη γυναίκα που του έδωσε ο Θεός, χάρηκε πάρα πολύ και την ονόμασε Εύα. Από τότε ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν μαζί ευτυχισμένοι μέσα στον Παράδεισο. Και θα ήταν πάντα ευτυχισμένοι αν δεν έκαναν ένα πολύ μεγάλο λάθος, που θα ανάγκαζε τον καλό Θεό μας να τους βγάλει από τον Παράδεισο.
-Τι λάθος έκαναν, μαμά;
-Ας φάμε τώρα το φαγητό μας και μετά θα σου πω αμέσως.